- δογματίζεις
- δογματίζωlay down as an opinionpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δογματίζω — δογμάτισα 1. διατυπώνω δόγμα. 2. διατυπώνω απόψεις με απόλυτο τρόπο που δεν επιδέχεται αντίρρηση: Όταν δογματίζεις δεν μπορείς να κάνεις διάλογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)